αλιμυρής

αλιμυρής
ἁλιμυρής, -ές (Α)
1. ο αλιμυρήεις*
2. αλμυρός
3. αυτός που περιβρέχεται, που κατακλύζεται από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι-* (<ἃλς) + μύρω «στάζω, σταλάζω, ρέω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἁλιμυρέα — ἁλιμῡρέα , ἁλιμυρής salt surging neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἁλιμῡρέα , ἁλιμυρής salt surging masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιμυρές — ἁλιμῡρές , ἁλιμυρής salt surging masc/fem voc sg ἁλιμῡρές , ἁλιμυρής salt surging neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

  • ἁλιμυρέας — ἁλιμῡρέας , ἁλιμυρής salt surging masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιμυρέες — ἁλιμῡρέες , ἁλιμυρής salt surging masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιμυρέι — ἁλιμῡρέϊ , ἁλιμυρής salt surging dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιμυρέος — ἁλιμῡρέος , ἁλιμυρής salt surging masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”